- ταλαίπωρος
- -η, -ο / ταλαίπωρος, -ον, ΝΜΑ1. αυτός που υποφέρει, που υφίσταται πολλά, βασανισμένος, κακοπαθημένος2. κακόμοιρος, δυστυχισμένος, δύστυχοςαρχ.1. αυτός που υφίσταται βαριές και επίπονες εργασίες2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ταλαίπωρονα) σκληρότηταβ) βίος γεμάτος μόχθους.επίρρ...ταλαιπώρως Αμε ταλαιπωρίες, με κόπους.[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. λ. τής οποίας το α' συνθετικό προέρχεται από το επίθ. τάλας*, ενώ το β' συνθετικό έχει συνδεθεί με κάποιους τ. που απαντούν στα λεξικά (πρβλ. πωρεῖνκηδεύειν, πενθεῖν, πωρῆσαιλυπῆσαι, πωρητύςταλαιπωρία, πωρόςὁ ταλαίπωρος, βλ. πωρῶ [Ι], πωρός [Ι]) και οι οποίοι πιθ. συνδέονται με τις λ. πηρός* και πήμα*. Προβλήματα γεννά η μορφή ταλαι- τού α' συνθετικού, αντί τού αναμενόμενου ταλα- (βλ. λ. τάλας), η οποία συνήθως ερμηνεύται ως αναλογική προς την επιρρμ. κατάλ. -αι τών καταί, παραί, χαμαί].
Dictionary of Greek. 2013.